λινόσπορος

λινόσπορος
ο (Μ λινόσπορος)
σπόρος λίνου, λιναρόσπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + σπόρος (< σπείρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

  • λιναρόσπορος — ο ο σπόρος τού φυτού λίνου, αλλ. λινόσπορος …   Dictionary of Greek

  • λινόκοκκος — λινόκοκκος, ὁ (Μ) λινόσπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κόκκος (πρβλ. καλλί κοκκος)] …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”